- ξαστεριά
- ξαστεριά, η και ξεστεριά, ηη κατάσταση του έναστρου και καθαρού ουρανού: Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλο τον κόσμο ήλιος (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.